Η αρχή της αναλογικότητας ως όριο δικονομικών επεμβάσεων στην προδικασία
“ἔστιν ἄρα τὸ δίκαιον ἀνάλογόν τι”
{Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια}
Η αρχή της αναλογικότητας, είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο αρ. 25 § 1 του Συντάγματος και έχει δεσμευτική ισχύ τόσο για τον νομοθέτη που θεσπίζει τους νόμους, όσο και για τους εφαρμοστές των νόμων, που δεν είναι άλλοι από τους Δικαστές. Η αρχή της αναλογικότητας, πολύ συνοπτικά, αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα με κανονιστικό περιεχόμενο, έχει άμεση εφαρμογή και υπηρετεί τον σκοπό προστασίας του πολίτη από τις παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας.
Απαρτίζεται καταρχήν από τρεις επιμέρους κατηγορίες. Την προσφορότητα, την αναγκαιότητα και τέλος την αναλογικότητα. Ο έλεγχος προσφορότητας, υποδηλώνει ότι το μέτρο που λαμβάνεται κατά την εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου, ικανοποιεί εν πρώτοις τον σκοπό του. Έπειτα, ο έλεγχος αναγκαιότητας, επιβεβαιώνει ότι επιλέχθηκε από τον νομοθέτη ή τον δικαστή το λιγότερο επαχθές μέτρο για τον κατηγορούμενο ή τον τρίτο και τέλος, ο έλεγχος αναλογικότητας αξιολογεί εάν τελικώς, το ήδη επιλεγμένο μέτρο που αξιοποιεί τον σκοπό του και του οποίου η εφαρμογή ήταν αναγκαία, είναι και ανάλογο προς τον σκοπό και το αποτέλεσμα του. Η αρχή της αναλογικότητας δηλαδή, ελέγχει τα δύο προηγούμενα και για αυτό άλλωστε, αντίθετα από τον έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας τα οποία αποτελούν ποσοτικά κριτήρια, ο έλεγχος αναλογικότητας αποτελεί το ποιοτικό κριτήριο ελέγχου και για αυτό πρέπει να είναι χρονικά ο τελευταίος κατά σειρά έλεγχος.
Σε επίπεδο ποινικής διαδικασίας, ιδίως σε ότι αφορά την προδικασία, κατά την οποία επιβάλλονται πλέον αρκετά και αυστηρά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού (ανακριτικές πράξεις που έχουν επαχθή χαρακτήρα και βάλλουν κατά των δικαιωμάτων της ελευθερίας, της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας, της ιδιωτικής ζωής κ.ο.κ.), η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, σημαίνει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται κατά του κατηγορούμενου δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια «δίκαιη» διαδικασία, μόνο εκ του γεγονότος ότι ήταν αναγκαίο να ληφθούν, αλλά περαιτέρω, θα πρέπει να είναι και «ανάλογα» με τη βαρύτητα του εγκλήματος που φέρεται να διέπραξε ο δράστης.
Ειδικότερα, κατά την έναρξη της ανακριτικής διαδικασίας, ο ανακριτής είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερα αποδεικτικά μέσα και να ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση, ούτως ώστε είτε να οδηγηθεί ο κατηγορούμενος σε δίκη, είτε να απαλλαγεί από την κατηγορία που τον βαρύνει. Η σπουδαιότητα της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων του ανακριτή, είναι δεδομένη καταρχήν από το ίδιο το γράμμα του νόμου, αφού ρητώς στην παρ. 2 του αρ. 251 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται ότι «ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας».
Η ρητή αυτή αναφορά στην ποινική δικονομία, υπογραμμίζει τη βούληση του νομοθέτη, να προασπίσει όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα την ποινική διαδικασία, ώστε αφενός να εξασφαλίσει ικανά μέτρα επιτυχούς δίωξης και αφετέρου, να διασφαλίσει ότι από τη διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης θα υπάρχει η λιγότερη δυσμένεια για τον πολίτη, έτσι ώστε να θωρακίζεται η αξιοπρέπεια και η αξία του.
Έτσι, οι ανακριτές και οι ανακριτικοί υπάλληλοι για να ολοκληρώσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα και πληρέστερα το έργο τους, είναι πιθανό να προσβάλλουν συνταγματικώς θεμελιώδη δικαιώματα ή έννομα αγαθά του υπόπτου ή και τρίτων προσώπων (συλλήψεις, κατ’ οίκον έρευνες, έρευνες DNA). Η προσβολή όμως των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων που πραγματώνεται μέσω των ανακριτικών πράξεων, δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη. Τόσο ο νομοθέτης όσο και ο εφαρμοστής του δικαίου, οφείλει να εξασφαλίζει εχέγγυα ως προς το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, του ασύλου της κατοικίας, της περιουσίας και των λοιπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ερευνώμενου. Άρα, θα πρέπει να αναζητείται πάντα η «χρυσή τομή» ανάμεσα το Δημόσιο έννομο συμφέρον και το ατομικό έννομο συμφέρον, που συγκρούονται κατά τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων.
Τούτο σημαίνει ότι ο ανακριτικός λειτουργός, οφείλει να προβαίνει σε δίκαιη στάθμιση μεταξύ των εννόμων αγαθών και της δημόσιας ασφάλειας, όταν καλείται λ.χ. να προβεί σε έρευνα κατοικίας, θίγοντας το οικιακό άσυλο ( αρ.9 Συντάγματος) ή όταν ακροάζεται συνομιλίες μεταξύ τρίτων θίγοντας το δικαίωμα του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας (αρ. 19 § 1 Συντάγματος).
Οι ανακριτικές πράξεις και έρευνες που διενεργούνται για την ανάδειξη της ενοχής ή μη του υπόπτου ή του κατηγορούμενου, περιορίζονται επιπλέον και από τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, περιορισμούς δηλαδή στις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τη διεξαγωγή της ανακριτικής έρευνας.
Σύμφωνα με τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, οι πράξεις που θίγουν τα ατομικά δικαιώματα και δεν είναι αναγκαίες και πρόσφορες, καταρχήν απαγορεύονται και επιφέρουν ακυρότητα της διαδικασίας, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να επιλεχθούν άλλα μέσα για την αποκάλυψη της αλήθειας, λιγότερο επαχθή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, για την νομιμότητα μιας αποδεικτικής πράξης θα πρέπει το συμφέρον της ανακάλυψης της αλήθειας να υπερέχει του συμφέροντος διαφύλαξης του θιγόμενου δικαιώματος.
Επιπλέον, σύμφωνα με το αρ. 177 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά τον γενικό κανόνα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρούνται από τον χώρο της απόδειξης της ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, στο αρ. 34 § 1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εισάγεται εξαίρεση από αυτήν την απαγόρευση για τον οικονομικό εισαγγελέα και τον εισαγγελέα διαφθοράς.
Βέβαια, ο νομοθέτης- στο μέτρο που δύναται, επέβαλλε τη δικλείδα ασφαλείας της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας και σε αυτήν την περίπτωση, ενώ περαιτέρω στο άρθρο 34 § 1 εδ. β’, εισήγαγε ειδική μνεία για την πρόσβαση στο τηλεπικοινωνιακό απόρρητο, η οποία επιτρέπεται μόνο όταν «τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος».
Μια ακόμη δικλείδα ασφαλείας που επιβάλλει ο ποινικός νομοθέτης, διατυπώνεται ρητά στο αρ. 253 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου αναφέρεται ότι η κατ’ οίκον έρευνα διεξάγεται «μόνο εφόσον η βεβαίωση του εγκλήματος ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν».
Αλλά και παραπέρα, ο νομοθέτης προβαίνει σε μια ακόμη ειδικότερη ρύθμιση, όσον αφορά την νυχτερινή έρευνα σε κατοικία, η οποία κατά την κοινή πείρα, είναι αυστηρότερη της έρευνας κατά τις πρωινές ώρες. Ως εκ τούτου, στο αρ. 256 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προβλέπει αυστηρότερες προϋποθέσεις για τις κατ’ οίκον έρευνες τη νύχτα και μόνο για συγκεκριμένες περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη νυχτερινή «εισβολή» στο οικιακό άσυλο.
Αντίστοιχα και για τη σωματική έρευνα (κατ’ άρθρο 257 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), προβλέπονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαία η σωματική έρευνα όταν εκείνος που διενεργεί την ανάκριση κρίνει ότι εξαιτίας σπουδαίων λόγων αυτή είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας, ενώ για τα τρίτα πρόσωπα επιτρέπεται μόνο, όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια ότι θα βρεθούν ίχνη ή άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την κατηγορούμενη πράξη ή απόλυτη ανάγκη.
Από όλα όσα αναλύθηκαν ανωτέρω, οφείλει να αποτυπωθεί στην σκέψη του καθενός ότι ανεξαρτήτως του είδους του εγκλήματος που διερευνάται ή φέρεται προς εκδίκαση στο Ποινικό Δικαστήριο, το βέβαιο είναι ότι η τήρηση των δικονομικών τύπων, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας ποινικής διαδικασίας, αποτελούν τη μόνη προστατευτική “ασπίδα” με καθολική αξία και σημασία έναντι των αυθαιρεσιών και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή είναι η ασπίδα που εξασφαλίζει μια δίκαιη, ειλικρινή και αξιόπιστη δίκη.
Πηγές
Ανδρουλάκης Νικόλαος, Ποινικό δίκαιο - Γενικό μέρος, Θεωρία για το έγκλημα, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2000.
Δαλακούρας Θεοχάρης, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 1993.
Παναγιωτόπουλος Παναγιώτης, Η πραγμάτωση ουσιαστικού ποινικού δικαίου μέσω της ποινικής δίκης και ειδικότερα κατά την προσικαδία, Ποινικά Χρονικά, 2017.
Παπαδαμάκης Αδάμ, Ποινική δίκη: Η ανάγκη εξασφάλισης αποτελεσματικής και δίκαιης δίκης, Ποινικά Χρονικά, 2008.
Τριανταφύλλου Γεώργιος, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και αρχή της αναλογικότητας, Ποινικά Χρονικά, 4/2007.